τρυπητῆρας

τρυπητῆρας
τρυπητήρ
pierced vessel
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρυπητήρας — ο / τρυπητήρ, ῆρος, ΝΑ το τρυπητήρι αρχ. χάλκινο ή πήλινο αγγείο με πολλές οπές, τρυπητό, σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + κατάλ. τήρ* (πρβλ. κινη τήρ[ας])] …   Dictionary of Greek

  • τρυπητήρ — ῆρος, ὁ, ΝΑ βλ. τρυπητήρας …   Dictionary of Greek

  • τρυπητήρι — το, Ν εργαλείο με το οποίο γίνεται διάνοιξη οπών με πίεση σε σώματα μικρής ή μέτριας σκληρότητας, όπως σε ναστόχαρτο, δέρμα κ.ά., τρυπητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπητήρ(ας), βλ. και τήριο. Η λ., στον λόγιο τ. τρυπητήριον, μαρτυρείται από το 1847 στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”